Το ντελίβερυ της λαχτάρας
ή
Ρουθ



Πολλοί από σας ίσως πιστέψετε ότι αυτή είναι μια ιστορία απλά για να εντυπωσιάσω. Οι λίγοι από σας που με ξέρουνε θα με κατηγορήσουν ότι λέω ψέμματα. Ιδιαίτερα εσύ θα νομίσεις ότι είναι μία ιστορία εμπνευσμένη απ' όσα περάσαμε μαζί. Παρόλα αυτά, και θέλω να φανείς γεναία, δίχως ίχνος μικροψυχίας και ζήλιας, αυτή είναι μια αληθινή ιστορία, της οποίας πρωταγωνίστρια δεν είσαι εσύ.

Λοιπόν συνέβη όταν την περίοδο που προσπαθώντας απεγνωσμένα να τελειώσω το πανεπιστήμιο έκανα ό,τι δουλειά μπορούσα να βρω. Ανάμεσα στις άλλες αθλιότητες έτυχε να δουλέψω για ένα δίμηνο σε μία εταιρία ταχυμεταφορών ενός μακρινού μου θείου. Να πώς ήταν ο θείος μου: τσιγκούνης, γέρος, γκρινιάρης, βρωμύλος, απεχθής και ιδιότροπος. Επίσης: ανύπαντρος, άστοργος, άτεκνος και πλούσιος.

Κάθε πρωί πάνω στο μηχανάκι έτρεχα τους δρόμους φορτωμένος πακέτα. Τα λεφτά ήταν πολύ λίγα και επιπλέον τα απογεύματα έπρεπε να είμαι στο πανεπιστήμιο. Ώσπου μια Κυριακή πρωί, τον μήνα Μ.. βρέθηκα στην Άνω Πόλη να πρέπει να παραδόσω ένα περίεργο δέμα. Ήταν τυλιγμένο σε φτηνό καφέ χαρτί και δεμένο με σπάγγο. Το είχα βρει στο ράφι μου Παρασκευή μεσημέρι: είχα ξεχάσει να το παραδόσω! Δεν αξίζει τον κόπο να περιγράψω τον καταιγισμό από βρισιές που εξαπέλυσε πάνω μου ο θείος ανακαλύπτοντας το λάθος μου. Η αλήθεια είναι πως μέχρι εκείνη τη στιγμή είμουνα πάντα ιδιαίτερα προσεκτικός, συνεπής και τυπικός. Ακόμα κι εγώ ο ίδιος είχα σταθεί έκπληκτος ανακαλύπτοντας το ξεχασμένο πακέτο. Η στριφνή διαταγή του θείου ήταν πως μιας και τό 'χα αμελήσει εντελώς, όφειλα να το παραδόσω όσο το δυνατό πιό γρήγορα και οπωσδήποτε όχι μετά το Σάββατο βράδυ.

Δε σας έχει συμβεί ποτέ τελείως αυθόρμητα, σαν μια παρόρμηση, να παρακούσετε τον πιο αυστηρό κανόνα, σαν να μην υπήρχαν συνέπειες; Έτσι βρέθηκα την Κυριακή έξω απ` το μεγάλο αρχοντικό του Τ.., να χαζεύω αφηρημένα το σχήμα του δέματος και να κάνω εικασίες για το περιεχόμενό του. Αντί να χτυπήσω , όπως όφειλα, το κουδούνι και να τελειώνω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα με την ήδη καθυστερημένη παράδοση του δέματος, εγώ έπαιρνα το χρόνο μου, κάνοντας τις πιο γελοίες υποθέσεις όπως: είναι βόμβα, είναι ρολόι, είναι ταριχευμένο ζωάκι ή μήπως ναρκωτικά; Το ότι δεν υπήρχε όνομα αποστολέα το ανακάλυψα στο τέλος. Μετά χτύπησα το κουδούνι.

Μου άνοιξε ο ίδιος ο Τ.., τυλιγμένος σε μία ρόμπα σατέν και με αρκετά εξοργισμένο ύφος άρπαξε το πακέτο απ` τα χέρια μου, στριγγλίζοντας κάτι που έμοιαζε με αποδοκιμασία όσον αφορά τις υπηρεσίες μου. Μετά η πόρτα έκλεισε στα μούτρα μου και έκανα μεταβολή να φύγω, έχοντας στ` αυτιά μου ήχους από χαρτί που σκίζεται.

Δυστυχώς ήταν γραφτό να γυρίσω πάλι πίσω. Τυλιγμένος ακόμα στη ρόμπα, αναψοκοκκινισμένος και έτοιμος να εκραγεί από κύμματα οργής και θυμού ο Τ.. στέκονταν στην είσοδο ουρλιάζοντάς μου να μη τολμήσω να κάνω ούτε βήμα παραπέρα. Ποιό ήταν το πρόβλημα; καταπώς φαίνεται το περιεχόμενο του δέματος δεν ικανοποιούσε το μελλοντικό του ιδιοκτήτη. Κραδαίνοντάς το πάνω απ` το κεφάλι μου εξέφραζε τα παράπονά του μ` ένα λουτρό από βρισιές απ` τις οποίες πολύ λίγες συγκρατώ τώρα στη μνήμη μου και δεν σκοπεύω ν` αναφέρω. Το δέμα κακοποιημένο και σχεδόν ορθάνοιχτο κατέληξε στην αγκαλιά μου, η εξώπορτα έκλεισε ξανά και έμεινα μόνος με μισάνοιχτο στόμα να προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τις καινούριες εντολές. Προφανώς είχε γίνει κάποιο μεγάλο λάθος, όχι όμως ανεπανόρθωτο καθώς έπρεπε να επιστρέψω πάλι στην εταιρία και να φέρω το σωστό δέμα.

Είμουνα τόσο ζαλισμένος που φεύγοντας απ` την έπαυλη κάθισα σ` ένα πεζούλι να ηρεμήσω. Τότε πραγματικά κοίταξα για πρώτη φορά το ανοιχτό πακέτο και στ` αλήθεια το περιεχόμενό του μου ανταπέδοσε το βλέμμα κοιτώντας με με τρομερά συγκινητικό και βαθύ τρόπο. Αυτό μου προκάλεσε τέτοια έκπληξη ώστε να μη συνειδητοποιήσω απ` την αρχή τί πραγματικά ήταν. Βγάζοντας το από την διαλυμένη του συσκευασία, μου αποκαλύφθηκε μια  ασυνήθιστη μα και ταυτόχρονα ευγενική μορφή. Ηταν ένα άγαλμα που θύμιζε Κυκλαδική τέχνη. Μια γυναικεία φιγούρα με στενό και μακρύ πρόσωπο και άκρα, σχεδόν αχνά χαρακτηριστικά, και μια κοιλιά τεραστίων διαστάσεων. Ήταν σε κατάσταση εγγυμοσύνης.  

Είχα στα χέρια μου ένα άγαλμα σε ενδιαφέρουσα. Το άγαλμα ήταν έγγυος.¨Ηταν μια εγγυμονούσα. Ήταν ένα γκαστρωμένο άγαλμα  Κυκλαδικής τέχνης. Όπως και να τόλεγα, δε το χωρούσε το μυαλό μου. Επιπλέον, το άγαλμα με κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια. Το βλέμα του, αν και από τη φύση του βουβό, μιας και τα αγάλματα δε μιλούν, ήταν όλο νόημα και ικεσία, γεμάτο λέξεις που με καλούσαν σε βοήθεια. Το δικό μου βλέμμα πρέπει να του ανταπέδειδε πραγματική βλακεία, αμηχανία και την εκνευριστική κατάπληξη ενός ηλιθίου. Σε μια ύστατη προσπάθεια, νόμισα πως το είδα να με κοιτάει με ανείπωτη απόγνωση. Και μετά, έκλεισε τα μάτια του.

Τότε μόνο, τρομοκρατημένος με την ιδέα πως το είχα  σκοτώσει, αποφάσισα να του μιλήσω. Είπα: "Θα σε λέω  Ρουθ". Αμέσως στο μυαλό μου ήρθε η λέξη ρουθ-ούνι, και ένιωσα ακόμα πιο γελοίος, αλλά η Ρουθ είχε ήδη ανοίξει τα μάτια και με κοιτούσε όλο γλυκύτητα και τρυφερότητα.
Έτσι την τύλιξα απαλά στα χαρτιά του δέματος και, πάντα κρατώντας την με το ένα χέρι κάτω από την μασχάλη μου, ξεκινήσαμε με το μηχανάκι.

Δεν προλάβαμε ποτέ να κατέβουμε από την Ανω Πόλη. Πριν ακόμα την μεγάλη στροφή, την Ρουθ την έπιασαν οι πόνοι. Αναγκάστηκα να σταματήσω και την ξάπλωσα απαλά στο λιγοστό χορτάρι που φύτρωνε ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και τον τοίχο ενός σπιτιού. Τράβηξα τα χαρτιά για να την αφήσω να αναπνέει,μη ξέροντας πραγματικά αν αυτό της ήταν χρήσιμο, όντας άγαλμα. Παρόλ` αυτά την άφησα σκεπασμένη στο σώμα, καθώς ντρεπόμουν πάρα πολύ γιαυτό που συνέβαινε. Συνεχώς κοιτούσα γύρω μου όλο ανησυχία, μήπως και κάποιος μας έπαιρνε χαμπάρι. Ευτυχώς δεν έτυχε να περνά κανείς πεζός, άσε που η Ρουθ υπέφερε όλο το μαρτύριο της γέννας στα σιωπηλά, αφού κατά πως κατάλαβα, δεν είχε φωνή. Κάθε φορά που κοιτούσα το προσωπό της όμως, σφιγγόταν η καρδιά μου από τον πόνο που φαινόταν να περνά.

Η  Ρουθ κατάφερε τελικά να γεννήσει, λίγο πριν το μεσημέρι, δύο όμορφα Ρουθάκια. Τους τύλιξα όλους μαζί να είναι στα ζεστά και ξεκινήσαμε για το σπίτι μου. Πραγματικά, είναι αδύνατο να θυμηθώ όλες τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό μου, καθώς έτρεχα με το μηχανάκι κατηφορίζοντας για το κέντρο. Πάντως, αυτό που κυριαρχούσε σαν απόφαση ζωής ήταν πως θα κρατούσα την αγαλματοοικογένεια που μόλις είχα αποκτήσει, ακόμα και αν μου στοίχιζε την δουλειά μου, την ησυχία που χαρακτήριζε τότε την προσωπική μου ζωή, ή και οτιδήποτε άλλο.

Όταν τελικά έφτασα, ήταν πλέον σχεδόν απόγευμα. Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, κρυφοκοίταξα ανάμεσα στα χαρτιά του περιτυλίγματος: κοιμόντουσαν όλοι αγγαλιασμένοι και χαρούμενοι. Ξεκλείδωσα όσο πιο ήσυχα μπορούσα, να μην τους ξυπνήσω, προσπαθώντας να φανταστώ τον κατάλληλο χώρο για κρεβατοκάμαρα της περίεργης αυτής οικογένειας. Με περίμενε όμως μία ακόμα τελευταία έκπληξη.

Καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού μου, βρισκόταν ένας ψηλόκορμος κύριος, λίγο μεγαλύτερός μου, ντυμένος σε ένα κρεμ λινό κουστούμι, σοβαρός αν και όχι βλοσυρός. Φαινόταν ίσως κάπως λυπημένος, ίσως κάπως ανήσυχος. "Πήγαν όλα καλά;" ήταν το μόνο που αποφάσισε τελικά να με ρωτήσει καθώς κοιτιόμασταν αρκετή ώρα βουβοί. Τότε μόνο συνειδητοποίησα, σαν σε όνειρο την κέρινη ομοιότητα του, καθώς στεκόταν πλέον όρθιος μπροστά μου, με ένα γιγαντιαίο Κυκλαδίτικο άγαλμα. Μου πήρε μαλακά το δέμα με την οικογένεια του και τους κοίταξε όλους τρυφερά, χωρις εγώ να μπορώ πια να προβάλω καμιά αντίσταση.

Και μετά, αφού με ευχαρίστησε ευγενικά και με ψυχρότητα καθώς δεν γνωριζόμασταν, έφυγε. Και η ιστορία τελειώνει εδώ, μιας και δεν ξαναείδα ποτέ κανέναν τους. Ο λόγος που σας την αναφέρω απόψε δεν είναι για να σας κάνω να χαμογελάσετε ειρωνικά με την πλήρη έλλειψη αληθοφάνειάς της. Απλά νιώθω λιγάκι επηρεασμένος από την λύπη ενός παλιού φίλου που πρόσφατα έχασε και την τελευταία του ελπίδα να ξανασμίξει με την οικογένειά του.

Α. Μ.


       
 
πίσω στις
ιστορίες
1