μετάφραση: Μ. Χατζηγιάννη

Last updated 11.11.2001

home

...είσαι παιδί, "Μη μου κάνεις τον καμπόσο... τράβα από δω"...τέτοια... Και γυρίζει πίσω ο χωρικός και λέει: "Σύντροφοι, κάνετε πολύ σαματά...κάντε γρήγορα, γιατί θα μας βρει η αυγή εδώ και θα μας δει η Εθνοφρουρά και θα μας σκοτώσουν...". Να βιαστούμε, λέει! Και τρέχοντας να πηγαίναμε, πάλι θα είχαμε χαθεί πίσω του!...Αυτή την ώρα αρχίζουμε να νιώθουμε το αγιάζι από την υγρασία, γιατί περπατάμε περίπου δυο ώρες με μεγάλη δυσκολία. Τα χέρια μας ήταν χαρακωμένα από λεπτές γραμμούλες αίμα. Δεν έτρεχε πολύ αίμα, βέβαια...όμως είχαμε αίματα στα χέρια. Μας είχαν τσιμπήσει οι τσιτσικάστες 25. Αυτός ο κερατάς ο χωριάτης, δεν καταλαβαίνει, έλεγα εγώ Έκανες έτσι στα χέρια, τα 'φερνες στο πρόσωπο και τότε δεν ήξερες αν θα πετάξεις το σάκο, αν θα εξακολουθήσεις τον αγώνα με τις τσιτσικάστες. Δύο ώρες έτσι, ανηφόρα-κατηφόρα και ξαφνικά πήραμε μεγάλη τρομάρα, γιατί υπήρχαν κρικίτος. Τα κρικίτος είναι μικρές φλέβες νερού. Εγώ δεν τα πρόσεχα και - μπλουμ! -έπεφτα επάνω τους. Έλεγα "εδώ έχει περασματάκι"...ένα κρικίτο μισό μέτρο πλάτος και -τσουπ! -έπεφτες μέσα στο χαντάκι με το νερό... Στο βουνό δεν βλέπεις. Στην αρχή όλα είναι σκοτεινά. Ύστερα η φράση σου γίνεται σιγά-σιγά σαν του γάτου, κι αρχίζεις να ξεχωρίζεις τις σκιές, βλέπεις την τοπογραφία. Όμως στην αρχή όλα είναι ίδια. Γι' αυτό πέφταμε στο νερό μέχρι τη μέση της γάμπας. Εγώ δεν ήξερα αν έπρεπε να σταματήσω για να βγάλω το νερό από τα παπούτσια μου ή τι να κάνω...Το νερό, αδερφέ μου...όχι αδέρφια, ας βιαστούμε, δεν γίνεται να ξεμείνουμε και να μας παρατήσουν. Και κάνοντας τους λογαριασμούς μου, κατέληξα να κάνω κάτι αφύσικο. Χωρίς να βγάλω το νερό από τα παπούτσια μου, συνέχισα να βαδίζω στις μύτες των ποδιών κι ακουμπάγαν τα νύχια μου στα βρεγμένα πατούμενα καθώς βάδιζα...Μέχρι που σταματήσαμε. Επιτέλους! "Θα έχουμε φτάσει στο στρατόπεδο;" αναρωτήθηκα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Το μόνο που ήξερα, ήταν πως είχαμε περπατήσει, ποιος ξέρει πόση ώρα περπατούσαμε χωρίς σταματημό, περίπου τρεις ώρες. Πόση απόσταση διανύει κανείς σε τρεις ώρες; .Έκανα το λογαριασμό με βάση το περπάτημά μας στο δρόμο που πηγαίνει από τη Λεόν στη Μανάγκουα. Καθώς εκείνος ο δρόμος είναι ίσος κι ετούτος εδώ ήταν ανώμαλος, περπατήσαμε κάπου 20 χιλιόμετρα - έλεγα εγώ. "Ας σταματήσουμε εδώ, θα περιμένουμε μέχρι να ξημερώσει". Ήδη άρχιζε να χαράζει. "Σύντροφε, τι ώρα θα φθάσουμε;". "Χμ, ανάλογα με το πώς θα περπατάτε εσείς. Γιατί, αν ανοίξουμε το βήμα καλά, θα κάνουμε τρεις μέρες...". "Πώς", του είπαμε εμείς, "τρεις μέρες μέχρι εκεί που είναι το πρώτο στρατόπεδο των συντρόφων;". "Αυτό δεν είναι σαν στρατόπεδο, εκεί είναι που βρίσκεται ο Σιλβέστρε ή ο Φαουστίνο" (που ήταν ο Βαλντιβία). Βρισκόταν εκεί, γιατί δούλευε σ' αυτή την περιοχή. Είχε εκεί ένα μικρό στρατόπεδο όπου κρυβόταν για να δουλεύει στην κοιλάδα.`Έμενε με τρεις συντρόφους.

Αρχίζω να σκέφτομαι ότι αυτό ήταν η αγάπη του χωρικού για το φυσικό περιβάλλον. Κι εμείς, θεωρητικά, σεβόμασταν το φυσικό περιβάλλον, γιατί ήμασταν ενάντια σ' όλες τις βαρβαρότητες που είχαν κάνει στη Λεόν, που για τη σπορά βαμβακιού, είχανε ρημάξει όλο το δυτικό μέρος. Όμως μου φαινόταν υπερβολικό μέσα σε μια τέτοια θάλασσα από βλάστηση ν' αρχίσει να λέει "Σύντροφε, κοίτα πού πατάς". Και καθώς προχωρούμε, μας στα- μασάει στη σειρά, φεύγει από κοντά μας κι αρχίζει να ανασηκώνει με το μαχαίρι του ή με το χέρι τα κλαδιά που είχαμε λυγίσει όταν καθίσαμε και να ταχτοποιεί τα φύλλα. Μέχρι που σκέφτηκα πως ίσως ήταν ο Γκάτος Μουνγκία, που λάτρευε τα φυτά, εκείνος που τον είχε διδάξει να τα προσέχει Ήταν στ' αχνάρια του... Λοιπόν, αρχίσαμε να περπατάμε κάπου στις 6 το πρωί μ' ένα καιρό μισοβροχερό, ήμασταν κατάκοποι μετά από τό περπάτημα. Εμένα μου είχαν πιαστεί οι ώμοι, μου πονούσαν τα χέρια από το βάρος του σάκου που ήταν κάπου 25 λίμπρες. Βαδίζαμε στο στενό μονοπάτι που πηγαίνει μέσα στο βουνό. Δρόμος γλιστερός. Τα άλογα καθώς προχωρούν, όπου ακουμπήσουν την οπλή τους αφή- νουν χνάρι και με τη συχνότητα που περνάνε, κάνουν σιγά-σιγά κοιλώματα και από τρύπα σε τρύπα μένει μια προεξοχή στο χώμα κι εκεί βάζεις το πόδι σου. Το χειμώνα το μέρος αυτό είναι γεμάτο λάσπη γλίτσα, λασπουριά...Γλιστρούσαμε...Και -πουμ! -πέφτεις με τον πισινό και σηκώνεσαι και σου βρομίζει ο σάκος. Προσπαθείς τότε να καθαρίσεις το σάκο, γιατί λερώθηκε και ήταν καινούργιος σάκος, αλλά όταν καθαρίσεις τη λάσπη από το σάκο, πού θα καθαρίσεις τα χέρια σου; Σε κανένα κούτσουρο; ...Κάνεις ακόμα ένα βήμα και παραλίγο να πέσεις πάλι και βάζεις το χέρι σου για να στηριχτείς και ξαναγεμίζεις λάσπες. Τότε αρχίζει ξανά να βρέχει, αλλά εμείς συνεχίζουμε το περπάτημα μέσα στη λάσπη, γιατί δεν μπορούσαμε να πατήσουμε γερά ανάμεσα στα κομμάτια χώματος που προεξείχαν και που χωρίζαν τη μια λασπότρυπα από την άλλη. Άσε που και τα μέρη που προεξέχουν είναι κι αυτά λασπωμένα. Κι όταν πατήσεις στ' αχνάρια των αλόγων, μπαίνεις στη λάσπη μέχρι το γόνατο. Και καθώς φορούσαμε λαστιχένιες μπότες, που είναι σωληνωτές, έμπαινε η λάσπη μέσα από άνοιγμά τους...και περπατάς μέσα στη λάσπη...και ο σάκος από το πολύ πέσιμο γίνεται κατάμαυρος και ύστερα λες πια: Δεν πάει να μείνει έτσι αυτός ο κερατόσακος!. Έτσι μαθαίνεις ότι κανένας στο αντάρτικο δεν καθαρίζει το σάκο του. Εγώ είχα ένα κυνηγητικό, μονόκαννο, απ' αυτά που διπλώνουνε, πρακ!, και μπαίνει το φυσίγγιο. Η στρατιωτική μου πολυτέλεια συνίστατο σ' αυτό το κυνηγετικό όπλο. Το ρεβόλβερ, που μου είχε ξεγδάρει το δέρμα, το είχα περάσει πλάγια, λοξά, γιατί μου είχε κάνει σύγκαμα που με τον ιδρώτα μ' έτσουζε. Τότε άλλαξα θέση στο ρεβόλβερ. Και καθώς βάδιζα μερικές φορές μου μπηγόταν στα πλευρά. Είχα ένα μεγάλο μαντίλι και μέσα σ' αυτό είχα ρίξει τα φυσίγγια του κυνηγετικού, γιατί δεν είχαμε φυσιγγιοθήκες. Το μαντίλι αυτό είχα δέσει στην πίσω μεριά της λουρίδας μου. Κουβαλούσα, λοιπόν, το κυνηγετικό μου όπλο, το ρεβόλβερ μου και μία χούφτα φυσίγγια στην κωλότσεπη του παντελονιού μου. Στο ένα χέρι κρατούσα το κυνηγετικό, γιατί δεν είχε αορτήρα για να το κρεμάσω, και στο άλλο κρατούσα το σάκο. .Όταν κουραζόμουν, άλλαζα χέρι στο σάκο, γιατί ήταν το πιο βαρύ πράγμα που κουβαλούσα, και όταν ήταν να σκαρφαλώσω κάπου, δεν ήξερα πώς να τα καταφέρω, πανάθεμα, αφού δεν μπορούσα να πιαστώ με τα χέρια. Τότε, μερικές φορές κρατούσα με το ίδιο χέρι το κυνηγετικό μου όπλο και το σάκο και με το άλλο χέρι πιανόμουνα. Το μόνο που κατάφερνα, ήταν να ξεγδαρθώ κι όσο πιο πολύ προχωρείς τόσο πιο πολύ ξεγδέρνεσαι κι έρχεται μια στιγμή που όλο αυτό το πράγμα δεν το αντέχει πια το κορμί σου, που 'ναι ολόκληρο ξεγδαρμένο. Κι όσο πιο πολύ προχωρείς τόσο πιο πολύ κουράζεσαι και τότε σου έρχεται κάτι σαν ζάλη. Και ξαφνικά ένα παράξενο πράγμα, που το πάθαμε κάμπόσο! από μας: ακούγαμε μια σειρήνα...σαν σειρήνα της Πυροσβεστικής... όμως σειρήνα δεν, υπήρχε... Συνεχίζαμε να περπατάμε με το χωρικό μπροστά και με την ψυχή στο στόμα να μη ξεμείνουμε πίσω...προχωράς και πέφτεις μέσα στη λάσπη και έρχεται ώρα ξαφνικά που δεν την βγάζεις πια τη λάσπη ούτε από τα χέρια σου. Και τότε εγώ, για να μην πέσω, στηριζόμουνα στο κυνηγετικό μου όπλο που βούλιαζε στη λάσπη μέχρι επάνω και γέμιζε λάσπη μέχρι κι η κάννη του. Η, όταν έπεφτα, άνοιγε το όπλο και πεταγόταν από μέσα το φυσίγγιο, τότε έψάχνα να το βρω, κι έχωνα τα χέρια μου μέσα στη λάσπη, ψάχνοντας και όταν έβρισκα το φυσίγγιο δεν ήξερα με τι να το καθαρίσω, γιατί δεν μου είχε απομείνει πια τίποτα καθαρό. Τότε πήρα είδηση ότι μου είχαν βγει τα φυσίγγια από το μαντίλι. Ναι, μου πέΦτανε ένα-ένα και είχε βρει μερικά ένας χωρικός. Τότε ο σύντροφος μου λέει: "Πήγαινε και ψάξε να βρεις αυτά τα φυσίγγια, γιατί είναι σημάδια που' θα μας προδώσουν". "Είναι χωμένα μέσα στη λάσπη", του προφασίστηκα εγώ. ".Όχι, σύντροφε, πήγαινε". Αυτό που δεν ήθελα εγώ ήταν το να γυρίσω 50 μέτρα πίσω, άσε που μου πόναγε όλο το κορμί μου κι ήμουνα ολόκληρος ξεγδαρμένος. Είναι καλύτερα να προχωρούμε στο βουνό όπως προχωρούσαμε στην αρχή. Σκέψου πως μόλις είχα βγει απ' αυτόν τον εφιάλτη και τώρα μ' όλη αυτή τη λάσπη τον νοσταλγούσα!... Λοιπόν, περπατήσαμε όλη την ημέρα. Ο σάκος όλο και βάραινε πιο πολύ και στεκόμασταν να ξεκουραστούμε, άλλος κάθε 500 μέτρα, άλλος κάθε 300, άλλος στα 200....

25. Φυτό που, όταν το αγγίξεις, ερεθίζει το δέρμα.

26. νεροσυρμή.

27. Πολύ στενό μονοπάτι στο βουνό....

Δούλευε με τον Αουρέλιο Καράσκο, έμενε με τον Ενβίν Κορντέρο, τον άντρα της Ρακέλ, ήταν και ο Χόρχε ο φούρναρης και δυο χωρικοί ακόμα... Προχωρούσαμε ο Iβάν Γκουτιέρες, ο Ακίλες Ρέγιες και άλλοι. "Το ζήτημα είναι, σύντροφε...", του λέω εγώ μ' ένα ύφος που ήξερα ότι, επειδή έδειχνα διανοούμενος, θα μπορούσε να τον ζαλίσει και να του πάρω πληροφορίες, χωρίς να καταλάβει ότι τον ψάρευα. Γιατί οι χωρικοί είναι πολύ πονηροί κι εξάλλου έχουν δυσπιστία για τους ανθρώπους της πόλης. .Όμως εγώ ήθελα να του πάρω στη ζούλα πληροφορίες για το πότε θα βγαίναμε από την κόλαση, γιατί οι τσιτσικάστες με έκαναν μαντάρα... Όταν ξημέρωσε, ήμουν μισοπασαλειμένος με λάσπη, βρεγμένος, μουσκίδι, με τα χέρια μου χάλια. Και πεινάγαμε, γιατί είχαμε δύο νύχτες χωρίς ύπνο, κάπου εικοσιτέσσερις ώρες χωρίς φαΐ Και δεν υπολογίσαμε τι μας περίμενε, γιατί αλλιώς θα είχαμε φάει γενναία... Καθίσαμε να ξεκουραστούμε. Σταματήσαμε στην άκρη ενός κρίκε26, που είχε ένα μέτρο πλάτος. "Βγάλτε το ΦΕ σας, γιατί θα δειπνήσουμε", μας λέει ο χωρικός. Όμως κανένας δεν θέλησε να φάει. Νιώθαμε τα στομάχια μας σφιγμένα από την υπερένταση. Τότε βλέπω το χωρικό να γραπώνει το γάλα σκόνη που είχαμε μαζί μας, μάρκα Λευκός Κρίνος, από εκείνο το παχύ της Προλιάσα. βγάζει ένα κατσαρόλι, βλέπω να ρίχνει μέσα ζάχαρη, αρκετή ζάχαρη -τι γλυκούτσικο που είναι το γάλα, όταν έχει ζάχαρη - κόβει ένα κλαδάκι και το κάνει κουτάλα για να χτυπήσει το γάλα και το χτυπάει. Μετά πίνει όλο το μεγάλο κατσαρόλι! Κι εμείς να τον βλέπουμε να πίνει μια τέτοια κατσαρόλα...σε τέτοιο μέγεθος...χωρίς να πάρει ανάσα...κατσαρόλα γεμάτη μέχρι επάνω. Και καθώς μένει στον πάτο ένα κατακάθι από γάλα που δεν είχε διαλυθεί, το ξύνει με το δάχτυλο, με το νύχι, το ακουμπάει στην άκρη της κατσαρόλας Και ύστερα ξύνει με τα δόντια του ως και το τελευταίο κομματάκι γάλα που είχε χωθεί στα νύχια του. Μα τον κερατά! -είπαμε εμείς -με το δίκιο του, αφού οι φτωχοί χωριάτες δεν πίνουν γάλα, ε, ας φάει ο χωρικός μας...Χα...!...Και τον ρωτάμε για το δρόμο... ".Όχι", λέει, "τώρα θα πάμε ένα κομμάτι της πορείας από μια άμπρα27, αλλά θα βαδίζουμε περίπου 20 μέτρα μακριά ο ένας από τον άλλον". Αυτός πήγαινε μπροστά. Πίσω του ακολούθησα εγώ. "Να μην ξεκολλήσω από κοντά του", έλεγα "γιατί αλλιώς θα χαθώ". Αρχίζουμε να περπατάμε, λοιπόν, αφήνοντας το μέρος με την πυκνή βλάστηση, περνώντας στο μέρος με τις καλαμιές. Μετά αρχίζει άλλος τύπος βουνού, όχι σαν αυτόν που αφήσαμε πίσω μας, παρά ένα βουνό με δέντρα μεγάλα, αλλά και με πυκνά δεντρά- και κάθε είδους. Χορτάρια κάτω με κλαδιά λογής-λογής, ό,τι κλαδιά βουνίσια βάλει ο νους σου...Πυκνά που δεν ξεχωρίζεις το χώμα τους. Αλλά ούτε και τον ουρανό μπορείς να δεις, γιατί οι κορφές των δέντρων κοιτάζουν σαν να φιλιούνται εκεί ψηλά. Δεν βλέπεις τίποτα, βλέπεις μικρές τρυπίτσες γαλάζιες ή άσπρες εκεί πάνω. Και ξαναπιάνει να βρέχει...και αρχίζει να βρέχει πριν να ξεκολλήσουμε από κει κι εγώ δεν καταλάβαινα τι μύγα τον δάγκωσε το χωρικό μπας και του χαλάσουμε το βουνό. "Σύντροφε, μην τσακίζεις τους θάμνους...", "σύντροφε, μη σπάζεις τα κλαδιά...".

Omar Cabezas

La montana es algo mas que una inmensa estepa verde

Sandinistas

Hosted by www.Geocities.ws

1