Periexomena - InhaltsverzeichnisΠεριεχόμενα
Inhaltsverzeichnis

Η ΒΟΥΒΗ ΚΡΑΥΓΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΕΧΘΡΟ
Θανάση Γιαπιτζάκη, "Στο Γερμανικό Νεκροταφείο του Μάλεμε"

Της Όλγας Δάσιου

"Το Μάλεμε στο πλάγι της θάλασσας της κρητικής / δεν έχει μόνο τ' όνομα που στηρίζεται πάνω / στη μνήμη. Έχει και νεκρούς. ..."

Δωρική λιτότητα. Λέξεις κοφτές. Ρυθμικές. Τσακισμένες. Ο σαρκασμός υποβάλλεται. Συνταράσσει. Αφοπλίζει. Πονά. "...και νεκρούς". Τι αξία έχουν, αλήθεια, οι χαμένες ζωές; Οι Νεκροί; Αρκεί το όνομα. Το Μάλεμε. Η φήμη της Νίκης. Της Νίκης των Νεκρών. Το Δίκιο του Ισχυρότερου. Ο Κυνισμός που υπερίσχυσε... Μια λεπτομέρεια... "και νεκρούς". Μια λεπτομέρεια "...οι δολοφόνοι που δολοφονήθηκαν...". Μια ασήμαντη, επίσης, λεπτομέρεια "τα παιδιά που τα είπαν χιτλερικούς...".

"Δυό-δυό στοιβαγμένοι / οι αλεξιπτωτιστές της Γερμανικής Βιομηχανίας, / απ' τον τελευταίον πόλεμο, στην πλαγιά του λόφου / αναπαύονται...".

Η αλήθεια χτυπά. Σφυροκοπά. Είναι απλό. Τόσο απλό! Χιλιάδες τόμοι ιστορικών, κοινωνιολόγων, ιδεολόγων, φιλοσόφων... - "Τι είναι ο πόλεμος". "Το ανυπόφευκτον των συρράξεων". "Πόλεμος πατήρ πάντων". - Εδώ μια αλήθεια διάφανη. Απλή. Τόσο απλή και διάφανη που περνά απαρατήρητη.

"Αναζητήσατε την στρατιωτικήν βιομηχανίαν". Τα τεράστια κέρδη. Τον ανυπολόγιστο τζίρο. Τα κότερα και τις θαλαμηγούς. Που κινούν τις μηχανές τους με τα κατακόκκινα αυλάκια του αίματος των αθώων. Των άμαχων. Ή των "εμπολέμων" που τρέχουν, τρομοκρατημένα ελάφια, να ξεφύγουν και, να, οι καλοφτιαγμένες, ταχύτατες σφαίρες των "εχθρών" τους σωριάζουν, αυτόματα, σε κλάσματα λεπτών. Ένας σπασμός. Το αίμα. Ρέει δίπλα, το βαρύ, πεσμένο σώμα. Ποτάμι. Και τα πολύχρυσα ανάκτορα των αδίστακτων μεγιστάνων. Κτισμένα από το μείγμα αίματος, σιδήρου, λάσπης. Αντρα πολύμορφων οργίων. Θέρετρα (θέρετρα, φέρετρα, τόσο ασήμαντη διαφορά, ένα φι, ένα θήτα, τόσο ανεπαίσθητη, όσο το πέρασμα των "υπηκόων" απ' τη ζωή στο θάνατο "προς δόξαν μας"... Ένα γράμμα, ένα δευτερόλεπτο), θέρετρα όπου αναπαύονται, στη χλιδή τους, ανεγκέφαλα, κούφια νυμφίδια περιφέρουν, ανόητα, τα κομψά σαρκία τους ώσπου, επιτέλους, πλαδαρά και μπουχτισμένα, από κραιπάλες και τοξίνες, κάποτε να πεθάνουν, μοιραία και πάμπλουτα - όπως ήρθαν. Τα ίδια παλάτια - αισχρές κρυψώνες "νόμιμα" κλοπιμαίων θησαυρών της παγκόσμιας Δημιουργίας, της επινοητικής δημιουργικότητας των αξιοθαύμαστων πολιτισμών των Λαών, των Ανθρώπων. Στο όνομα αυτών των υπέροχων ιδανικών "αναπαύονται", τώρα, για πάντα, σε ξένη γη, οι γερμανοί αλεξιπτωτιστές - στην "Ανοιξή" τους, όπως αναλογίζεται ο ποιητής, "με ηλικία είκοσι, δεκαοκτώ, εικοσιδύο". "Με βασίλεμα Ανοιξη..."! "Μέρα Μαγιού...". Το τέλος στην αρχή. Ο μισεμός στο μπουμπούκιασμα. Στοιβαγμένοι. Τσουβάλια. Απορρίμματα. Είναι πια, τώρα, άχρηστοι στους αξιοσέβαστους μετόχους των πανίσχυρων τραστ. "Με βασίλεμα Ανοιξη".

"Ο Πέτρος, ο Γιόχαν, ο Φράντς " δε θα δουλέψουν πια ούτε καν "στη Φάμπρικα". Ούτε καν "φτιάχνοντας τανκς"...

"Ονόματα Γερμανικά. Κόκαλα ανθρώπινα...". Καθηλώνει η αντίθεση. Ανθρώπινα σώματα να λιώνουν στο όραμα του Υπεράνθρωπου... Γερμανικές καρδιές να χτυπούν βαριά, πένθιμα, για τα μελλούμενα. Κι ύστερα, αφιονισμένες στρατιές ανθρώπινων ρομπότ, να εξορμούν. Ζήτω! Η εξουσία των Αρείων! Χάιλ! Η εξαφάνιση του Υπανθρώπου! Ζήτω! Πέφτουν με τ' αλεξίπτωτα σε ξένα Χώματα, σε ξένη γη! Χάιλ! Πειθαρχικοί ιδεολόγοι τη διαγουμίζουν! Φωτιά την κάνουν, τρόμο, στάχτη και έρημο! Ζήτω! Χαρίζουν τη Νίκη στον παράφρονα εκμαυλιστή των συνειδήσεών τους. Ο "Μεγάλος Οδηγός"! Πόσα από τούτα τ' αμούστακα, σχεδόν, παιδιά θέλησαν αυτή τη μοιραία περιπέτεια; Ακούμπησαν στη γη, αν πρόλαβαν ν' ακουμπήσουν, δοξάζοντας το "Φύρερ"; Τη γη την Κρητική, που θα χαμογελούσε; Φιλόξενα που θ' άνοιγε τις αγκάλες στ' ακρογιάλια της, να τους δεχτεί; Που το λεπτό της άνεμο θα τους χάριζε, το γαλάζιο ουρανό, τους λευκούς παφλασμούς των κυμάτων της απέραντης θάλασσάς της, αν έρχονταν σαν φίλοι; Σαν ταξιδιώτες και προσκυνητές;

Ολόξανθοι, κοκκινόμαλλοι, εβενόσωμοι έφηβοι. "Κάποτε μιλούσαν με δικά τους λόγια, γελούσαν με δικό τους γέλιο, κλαίγαν με δικό τους κλάμα". "Μια φορά ζούσαν". Σαν όλους τους εφήβους. Σαν "όλα τα παιδιά της γης". - Στο φόβο της αρρώστιας, στο πρώτο χτυποκάρδι, στην αγωνία της αποτυχίας, στη χαρά της επιτυχίας. Στην Αγάπη. Που δεν πρόλαβαν, καλά-καλά, να γευτούν... - "Ψυχές Προδομένες... κύκλος κλειστός - ανοιχτός σε ιστορίες που δεν ξέρει κανένας...".

Οι ζωντανοί δεν περιμένουν. Οι ζωντανοί ξεχνούν. Κι η προδοσία διπλή. Η προδοσία της Μοίρας. Να διαλέξει αυτούς να θανατώσει. Η προδοσία των ιδανικών. - Μια βαρβαρότητα ντυμένη τη ρόδινη αχλή της Ουτοπίας -. Μα είναι και εκείνη η προδοσία η ανθρώπινη. Εκείνων των όμορφων, νέων κοριτσιών που κάνουν τις ψυχές των νεκρών να "κλαίν με τη Λησμονιά που κάποτε λεγόταν / Ίγκε ή Έρικα, παντρεμένες μ' άλλους πια από καιρό"... Η πίκρα του ποιητή. Η πίκρα του αφηγητή. Κι ο αναγνώστης που στέκει σκεφτικός. Αν θα μπορούσε να 'ναι αιώνια η αγάπη ή ο Έρωτας ν' αντέξει σ' ένα κόσμο γεμάτο ερείπια και γκρεμίσματα με την πείνα να θερίζει με τους βόμβους των αεροπλάνων να σκορπούν τον πανικό κι ύστερα την απόγνωση - οι βόμβες, τα σωριασμένα κτίρια, οι σκορπισμένες πέτρες, τα διαμελισμένα πτώματα αιμόφυρτα. Κι οι κραυγές των τρομοκρατημένων παιδιών, υστερικές, απελπισμένες "Mutti, Mutti" - η κραυγή η ίδια παντού για τη μάνα, ο σπαραγμός δεν έχει ούτε γλώσσα ούτε χρώμα ούτε ένταση.

Οι μάνες... "Τώρα κλαίν για το κλάμα των μητέρων τους" οι "προδομένες ψυχές" των σκοτωμένων εφήβων. Οι μάνες. Οι μόνες που πονούν. Οι μόνες που θυμούνται. Οι μόνες που δε θα ξεχάσουν ποτέ...

Οι αρραβωνιαστικιές. Οι γυναίκες. Οι φίλες. "Παντρεμένες πια από καιρό...". Ή ανταλλάσσοντας την αξιοπρέπειά τους με τις σπάνιες κονσέρβες ενός γαλονάτου Αμερικάνου ή με το μισομουχλιασμένο γάλα σκόνη ενός φλεγματικού Βρετανού ή με τις χιλιότρυπες κουβέρτες ενός Ρώσου - "ταξικού εχθρού". Στο σπίτι κορνιζαρισμένο το τιμητικό τηλεγράφημα: "Έπεσε προς Δόξαν του Τρίτου Ράιχ...". Και τραγικά να στραφταλίζει στον ήλιο που γλιστρά απ' το παράθυρο το μετά θάνατον αργυρό παράσημο. Η γελοιότητα. Η τραγικότητα. Ο παρασημοφορημένος σκελετός... Οι μάνες που δεν πήζει η νωπή αιμορραγούσα απουσία. Οι γυναίκες που "πρόδωσαν"...

"Μια φορά ζούσαν." Τι νόημα έχουν άλλες λέξεις; Φράσεις πολλές; Στίχοι περίπλοκοι; "Ζούσαν". Τι άλλο; Τι πάνω ή πέρα ή έξω από τη Ζωή; "Ζούσαν". Ο αόριστος τρυπάει. Τσούζει. Οργίζει. "Μια φορά..." "Ζούσαν".

Ο ποιητής, φορέας, εκών-άκων, μιας οικουμενικής ένοχης ευαισθησίας - εγώ να ζω. Στην ηλικία μου ετούτα τα ζωηρά παλικαράκια να' χουν σβήσει... - προσηλωμένος στις "ταφόπλακες", συγκλονισμένος, αδύναμος να συμβιβαστεί με το παράλογο της Λογικής των Προσγειωμένων, αναλογίζεται, απολογείται, παρακαλεί. Η σκέψη παλεύει να βρει τα πώς και τα γιατί, ο διαλογισμός να "εξηγήσει". Μα ο συμβιβασμός δεν είναι δυνατός. Η ζωή ασυμβίβαστη δε συμμορφώνεται σε κανένα κάλεσμα θανάτου.

"Που πήγε, άραγε, η αφοβιά του αέρα, η ακροκεραύνια κραυγή; / Που πετάει το είναι των δολοφόνων που δολοφονήθηκαν; / Σειρά ατέλειωτη οι ταφόπλακες...". Ο στοχασμός της Ανθρωπιάς δεν μπορεί, δεν τετραγωνίζεται με τους ψυχρούς υπολογισμούς των κερδοσκόπων πολεμοποιών. Η Τρέλα. Των Δολοφόνων που Δολοφονήθηκαν. Μέγεθος απροσμέτρητο για να το χωρέσει η Φύση. Ο Νους. Εικόνες... Συνειρμοί... "Μάλεμε, σφαγείο ψυχών...", "Τάφοι θλιβεροί...", "Τάφοι άσχημοι, παρά τ' ωραίο σχήμα τους...", Αλήθεια, - "ποιος μίλησε ποτέ για όμορφους τάφους;" Θάνατος. Κατάστασις μη ανατρέψιμος... "Μια είν' η απλωμένη σας ζωή: Ο θάνατος!... ".

Η βαθιά ανθρώπινη συνείδησή του δε δύναται να παίζει στο παιγνίδι των αδίστακτων διαιρέσεων: "Παιδιά ξένα στο Μάλεμε, εχθροί μου από μοίρα, / μη με κοιτάτε σιωπηροί. Ας μιλάν οι πλάκες σας, / τα ήσυχα λουλούδια, τα μόρια σας π' απλώθηκαν / και δέσανε σ' αυτή τη γη...".

Η φιλόξενη γη. Τα μόρια που δεν ξέρουν χρώματα λαβάρων. Κι η σιωπή. Που εξουθενώνει. Το παράπονο. Ο πόνος. Γιατί εγώ. Η σιωπή. Ο ποιητής δεν την αντέχει. Τουλάχιστον, ας μιλήσουν τα ήσυχα λουλούδια. Οι πλάκες. Τα μόρια. Αφομοιωμένα αργά αργά στον φυσικό αναβρασμό της αποσύνθεσης. Δεν την αντέχει τη σιωπή. "Εχθροί μου από μοίρα". "Μη με κοιτάτε σιωπηλοί". "Εχθροί μου από μοίρα". Η αγάπη σκύβει στις ψυχρές, επίπεδες πλάκες και ζητά συγχώρεση. Ζητά συγχώρεση για όλους μας ο νέος που άναυδος συνειδητοποιεί τη μωρία της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Τον απάνθρωπο Πολιτισμό. Τον παράφρονα κόσμο των Ισχυρών. Και των αμαθών παιγνίων τους. Μαζί του τη ζητούν όλοι οι παρόντες της Ζωής. Και οι απόντες. Απόντες της Εξουσίας. Ανίσχυροι στο χρώμα του χρήματος. Στην οσμή του χρυσού. Όλοι εμείς οι άνθρωποι οι απλοί, που θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά. Αγαπώντες αλλήλους. Και μας μαθαίνουν να μισούμε. Να διαχωρίζουμε. Μας σκοτώνουν. Και μας διατάζουν να σκοτώνουμε. Αδύναμοι να αντιδράσουμε. Ήρωές μας βαφτίζοντας όσους τολμούν κι αντιδρούν. Και το πληρώνουν με το αίμα τους. Για τον ποιητή οι διαχωριστικές γραμμές έχουν σβήσει. Θρηνεί τους Ανθρώπους. Τους Αλλους. Τους "κακούς". "Τα παιδιά που τα είπαν χιτλερικούς". Οι "ήρωες της φυλής" του, της φυλής μας, έχουν πολλούς να τους υμνήσουν. Να τους δοξάσουν. Πατριώτες αληθινούς. Κι εντεταλμένους πατριδοκάπηλους. Εκείνος στην ευαισθησία του διαφορετικού, αναζητά την αλήθεια σ' αυτή τη μικρή, την ηθελημένα ή αθέλητα απ' τους πολλούς, λησμονημένη "λεπτομέρεια"... "Εχθροί μου από μοίρα..." "Στοιβαγμένοι δυο-δυο..." "Μη με κοιτάτε σιωπηροί...". Η ικεσία που ματώνει. Η τρυφερή ψυχή που θρηνεί τη σφαγή "ψυχών πιότερο δικών παρά εχθρικών...". Η άγρυπνη συνείδηση που στην ικεσία ζητά, στ' όνομα όλων μας, την κάθαρση. Προπάντων. "Μη με κοιτάτε σιωπηλοί...". Σιωπή. Σκοτάδι και χάος. Το νήμα της επικοινωνίας έχει κοπεί. Χαστούκι η σιωπή. Η συγχώρεση που δεν είναι δυνατό, στη σιωπή, να δοθεί...

Κι όταν ο θρήνος βουβός, μαλακός περίσσεψε, όταν η σκέψη, ο διαλογισμός πάλεψαν και απόστασαν στις αφορμές και στις αιτίες, αντήχησε η κραυγή. Δυνατή. Οργή και πάθος. Το κεφάλι υψωμένο. Ο ήχος να διαχέεται στον ανέφελο ουρανό. Καθιστώντας την οδύνη αβάσταχτη. Η φωνή να καταγγέλλει. Η πένα να ορθώνεται ρομφαία αφύπνισης, απελπισίας και κατακραυγής και περιφρόνησης στους πολεμοχτίστες απανταχού της Γης. Και να ανακράζει:

"Τι χρειάζεται η γη; Τι χρειάζεται ο ήλιος να βλέπει σ' όλο τον κόσμο;" Τι χρειάζονται, τα πάντα, αν "γεννιόμαστε βλαστάρια που θα γέρνουμε πριν την Ανοιξη μας; Αν η Ανοιξη δε μας θεριεύει;" Αν οι άγουροι ακόμα καρποί, τα τρυφερά κλαδάκια, φρικιαστικά σκηνώματα "μιλούν και γελούν με τον άνεμο", αν..., αν..., "τι χρειάζεται η γη;" "Η Ανοιξη να μας ζεσταίνει;" "Τι χρειάζεται ο ήλιος να βλέπει σ' όλο το κόσμο;" ..!!! Τι χρειάζεται;

Βερολίνο. Ανοιξη 1992.

Σεμινάριο στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο. Θέμα της ημέρας: "Η Εκπαίδευση στη Δυτική Γερμανία μετά το 1945". Η συζήτηση πάει μακριά. Έχει προηγηθεί αντίστοιχη παρουσίαση για την πρώην Ανατολική. "Μεταπολεμική πρώτη περίοδος". Μιλούν οι νέοι. Οι Φοιτητές. Θεωρητικά. Με σχήματα. Διαφωνίες. Φωνές. Διαμαρτυρίες. Σχόλια ειρωνικά. Επιφωνήματα. Διάλογος. Ουσιαστικός. Αδιέξοδος. Μια κυρία περίπου εβδομηντάχρονη ανοίγει την τσάντα της. Είναι σπουδάστρια - μέλος του Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Ένα μικρό χαρτί στο χέρι. Μ' αργές κινήσεις απ' τη θήκη στα μάτια τα γυαλιά. Αρχίζει να διαβάζει, αυθαίρετα, σχεδόν, αιφνιδιαστικά, ένα κείμενο. Θυμηδία που γίνεται αμηχανία... "Η πρώτη μου μέρα μετά τον πόλεμο...". Αμηχανία που μεταστρέφεται. Σιγή νεκρική. "Μουδιασμένοι βγήκαμε απ' τα καταφύγια. Δειλά δειλά περπατήσαμε ως τα σπίτια. Πήραμε τα ποδήλατα και διασχίζαμε τους δρόμους. Το ραδιόφωνο μετέδιδε σε γερμανικά και αγγλικά την είδηση της συνθηκολόγησης και ανακοινώσεις-διαταγές. Ενδιάμεσα μουσικά διαλείμματα με αγαπημένα τραγούδια του Μεσοπολέμου. Η δική μας περιοχή, το Σόνεφελδ, θα υπάγεται, πια, στην Αμερικανική Στρατιωτική Διοίκηση. Η Γερμανία έχασε τον πόλεμο. Τα χάσαμε όλα, άκουγα κάτι γέρους. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι γερμανοί στρατιώτες πήγαιναν να παρουσιαστούν στην Συμμαχική Διοίκηση των Στρατευμάτων Κατοχής. Αμερικανοί και Γάλλοι στρατιώτες χάιδευαν ξανθά κεφαλάκια από παιδιά δικά μας, που τους ζητούσαν σοκολάτες - όμοιες μ' αυτές που έβλεπαν να ξετυλίγουν. Δε μ' ένοιαζε τι θα έφερνε η επόμενη μέρα... Επιτέλους. Ειρήνη. Επιτέλους. Ελεύθεροι. Το ίδιο απόγευμα θα άρχιζε διανομή τροφίμων και υλικού ανθρωπιστικής βοήθειας. Φάρμακα, ρούχα, κουβέρτες. Ο Ερυθρός Σταυρός μοίραζε συσσίτιο. Οι καπνοί απ' τις φωτιές των βομβών λιγόστευαν. Οι λόφοι των ερειπίων συνέχιζαν ν' απομακρύνονται με τα καροτσάκια...

Φτάσαμε με τις φίλες μου στη ρημαγμένη Πότσδαμερ Πλατς. Καμιόνια μοίραζαν καρβέλια ψωμί. Το απόγευμα κοιτάζαμε σε μια προθήκη μισορραγισμένη φωτογραφίες από σταρ του σινεμά, οι αγαπημένοι μας του Χόλλιγουντ. Σαν τότε, στα παλιά, στα θαμπά απογεύματα. Πριν μπούμε να παρακολουθήσουμε το φιλμ. Ήμασταν ελεύθεροι. Θα ζούσαμε ειρηνικά. Έδεσα το ποδήλατο. Χαιρέτησα τις φίλες μου. Τρύπωσα στο σπίτι. Τη νύχτα, οι σειρήνες δε θα τάραζαν τον ύπνο μου. Χρόνια πριν το Τείχος. Πριν το διαμελισμό...".

Στο τέλος του μαθήματος ταραγμένη την πλησίασα. "Θα ήθελα το κείμενό σας" της είπα. "Μα, είναι κάτι ασήμαντο. Πρόχειρες σημειώσεις. Πρόχειρες" αντέτεινε κοκκινίζοντας. "Είναι συνταρακτικό. Σας παρακαλώ..." επέμενα. "Ειλικρινά, δε φανταζόμουν πως για σας τελείωνε έτσι ο πόλεμος... Πως βαφτίσατε Ελευθερία τη Συνθηκολόγηση". Με κοίταζε. Σιωπή. "Κι ύστερα, ξέρετε, ένας νέος έλληνας ποιητής έχει γράψει ένα ποίημα για τους τοτινούς εχθρούς μας - για σας. Οι λαοί ποτέ δεν φταίνε. Νομίζω πως θα σας αρέσει. Θα σας το φέρω. Αλλά θέλω και το δικό σας. Για μας τους Έλληνες, τους κατακτημένους, με τις εκατόμβες θυμάτων της Ναζιστικής Νέας Τάξης, είναι η άλλη όψη, η άλλη πλευρά...".

Την επόμενη εβδομάδα της έδωσα το ποίημα σε φωτοτυπία και τη δακτυλογραφημένη μετάφρασή του - όπως μου είχε σταλεί - στα Γερμανικά. Διάβαζε κι έτρεμαν τα χέρια της. Το πηγούνι της ράγιζε. Ψιθυρίζοντας σιγομουρμούριζε, γερμανικά, τους στίχους. Όσο το βλέμμα της κατέβαινε τους στίχους, τόσο το άσπρο δέρμα της ερυθρίαζε. Της πορφύρας το κόκκινο. Τα γυαλιά της θάμπωσαν. Το μέτωπο ίδρωνε. Τέλειωσε κι έσφιξε το χαρτί με τα δάχτυλά της. Ξέρω. Αν ήταν Ελληνίδα, ίσως, θα φιλούσε το άψυχο χαρτί και λυγμοί θα συντάρασσαν, ίσως, την πλάτη της. Εκείνη, πιέζοντας συνέχεια στα δάχτυλά της το κείμενο με κοίταξε κατάματα: "Έχω κι εγώ έναν αδερφό θαμμένο...", πρόλαβε να τραυλίσει χαμηλόφωνα. Κι είδα να κοκκινίζει από ντροπή, γιατί ένα δάκρυ ξέφυγε απ' τους σφιγμένους μύες στο πρόσωπο. Δάκρυ ατίθασο, κύλησε στην παρειά της μύτης, όταν δεν πρόλαβε να το συγκρατήσει... Ευτυχώς είχα κρατήσει σημειώσεις. Το δικό της κείμενο δε μου το είχε φέρει - "φυσικά"...

Αμπχάζιοι, Αρμένιοι, Σέρβοι, Κροάτες, Βόσνιοι, Ισλαμιστές, Παπικοί, Ορθόδοξοι, Λευκοί, Νέγροι, Ιρλανδοί, Αγγλοι, Ισπανοί, Βάσκοι, Κούρδοι, Τούρκοι... Αμέτρητοι καημένοι "εχθροί"... Αν ήτανε τα ποιήματα εκατομμύρια φύλλα φωτοτυπημένα... Τα ποιήματα όσα μιλούν για την αντίπερα όχθη... "Τι να λένε, τάχατες, τα λυπημένα, παραπονιάρικα, ελληνικά τραγούδια στην άλλη πλευρά της θάλασσας..." αναρωτιέται με λυρισμό, με πόνο, ο Τούρκος - ο εχθρός - ποιητής...

Αν ήξεραν όλοι οι λαοί που αδελφοσκοτώνονται τι λένε τα τραγούδια, το γέλιο κι οι λυγμοί των "Αλλων"... Όχι. Δε θα 'κλειναν μ' ένα γαρύφαλλο την κάννη των ολέθρων. Θα σήκωναν τα όπλα στην ίδια όλοι, στην σωστή κατεύθυνση. Θα έστρεφαν τις κάννες όλοι μαζί, όλοι μαζί τις κάννες, οριστικά, τελειωτικά, εκεί που πρέπει...

Αν κάποτε ακούγαμε τους προφήτες, είτε - το ίδιο είναι - τους ποιητές...

ΣΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΛΕΜΕ

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Το Μάλεμε στο πλάγι της θάλασσας της κρητικής
δεν έχει μόνο τ' όνομα που στηρίζεται πάνω
στη μνήμη. Έχει και νεκρούς. Δυό-δυό στοιβαγμένοι
οι αλεξιπτωτιστές της Γερμανικής Βιομηχανίας,
απ' τον τελευταίον πόλεμο, στην πλαγιά του λόφου
αναπαύονται. Ονόματα Γερμανικά, κόκκαλα Ανθρώπινα,
ψυχές Προδομένες απ' τη φύση τους, κύκλος κλειστός -
ανοιχτός σε ιστορίες που δεν ξέρει κανένας.
Που πήγε άραγε η δύναμη που' χαν να τραγουδούν;
Που πήγε η αφοβιά του αέρα, η ακροκεραύνια κραυγή;
Που πετάει το είναι των δολοφόνων που δολοφονήθηκαν;
Σειρά ατέλειωτη οι ταφόπλακες με ηλικία είκοσι,
δεκαοχτώ, εικοσιδύο - Με βασίλεμα Ανοιξη!

Κάποτε μιλούσαν με δικά τους λόγια,
γελούσαν με δικό τους γέλιο, κλαίγαν
με δικό τους κλάμα. Μια φορά ζούσαν.
Τώρα μιλούν και γελούν με τον άνεμο,
γιατί άνεμος ελαφρύς, ορμητικός ήταν η ηλικία τους.
Τώρα κλαίν για το κλάμα των μητέρων τους,
κλαίν με τη Λησμονιά που κάποτε λεγόταν
Ίγκε ή Έρικα, παντρεμένες μ' άλλους πια από καιρό.
Μάλεμε, σφαγείο ψυχών πιότερο δικών παρά εχθρικών,
τάφοι θλιβεροί παιδιών που τα είπαν χιτλερικούς,
τάφοι άσχημοι, παρά τ' ωραίο σχήμα τους
- ποιος μίλησε ποτέ για όμορφους τάφους; -
Στ' αλήθεια, μια είν' η απλωμένη σας ζωή:
Ο θάνατος! Μια η αγαπημένη μας στιγμή:
Σαν γεννιόμαστε - βλαστάρια, που θα γέρνουμε
πριν την άνοιξη μας, αν η Ανοιξη δεν μας θεριεύει
καθάρια, με σωστές κουβέντες, με σκέψη ηχηρή.

Παιδιά ξένα στο Μάλεμε, εχθροί μου από μοίρα,
μη με κοιτάτε σιωπηροί. Ας μιλάν οι πλάκες σας,
τα ήσυχα λουλούδια, τα μόρια σας π' απλώθηκαν
και δέσανε σ' αυτή τη γη, τι χρειάζεται η γη,
τι χρειάζεται ο ήλιος να βλέπει σ' όλο τον κόσμο

DE: AUF DEM DEUTSCHEN FRIEDHOF BEI MALEME - Von Thanassis Japitjakis

Periexomena - InhaltsverzeichnisΠεριεχόμενα
Inhaltsverzeichnis

DAS KLEINE JERUSALEM AN DER AEGAEIS
eine Erinnerung an das juedische Saloniki

Von Barbara Spengler-Axiopoulou

Η μικρή Ιερουσαλήμ στο Αιγαίο
Θύμηση της εβραϊκής Θεσσαλονίκης

της Barbara Spengler-Αξιοπούλου, περιλ. απόδοση στα ελληνικά

DER BRIEFTRAEGER IST GESTORBEN
Manos Hatzidakis (1925-1994)

Του Κωνσταντίνου Μαριολάκου

Η ΒΟΥΒΗ ΚΡΑΥΓΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΕΧΘΡΟ
Θανάση Γιαπιτζάκη, Στο Γερμανικό Νεκροταφείο του Μάλεμε

Της Όλγας Δάσιου

AUF DEM DEUTSCHEN FRIEDHOF BEI MALEME
Von Thanassis Japitjakis

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΒΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αννόβερο κ. Ηλία Φωτόπουλου

Griechenland: Fluechtlinge bevorzugen den "Status" der Illegalitaet
von Claudia Tunsch

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
μια σύντομη αναφορά στον ΟΚΑΝΑ (Οργανισμός κατά των ναρκωτικών)

Του Θ. Μπιρμπίλη

Οδηγίες και προστατευτικά μέτρα για τον καύσωνα
του Θ. Μπιρμπίλη

Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
μια περιήγηση στο ελληνόφωνο Διαδίκτυο

του Μάρκου Γιάνναρη

ΓΝΩΜΕΣ
Πόσο "ανίκανη" είναι η ελληνική Διπλωματία;

Του Κωνσταντίνου Μαριολάκου

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση

Του Ιάκωβου Καρακίδη

 

copyright © 1998 Griechische Gemeinde Goettingen - Ελληνική Κοινότητα Γοττίγγης
Ohne ausdrueckliche Genehmigung des Herausgebers ist es nicht gestattet, den Inhalt der Zeitschrift oder Teile daraus auf irgendwelche Wege zu vervielfaeltigen.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή κατά παράφραση, ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της ηλεκτρονικής έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.
HTML code/Layout: M. Giannaris
Herausgeber: Griechische Gemeinde Goettingen e.V. / Calsowstr. 10 / D-37085 Goettingen
Hosted by www.Geocities.ws

1